- προδικαστικός
- -ή, -ό, Ν [προδικασία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προδικασία2. φρ. α) «προδικαστική απόφαση»(νομ.) μη οριστική απόφαση που εκδίδεται πριν από την οριστική και με την οποία το δικαστήριο τάσσει στους διαδίκους αποδείξεις τών εκατέρωθεν πραγματικών ισχυρισμών τους που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση τής δίκηςβ) «προδικαστικό ζήτημα» — ένσταση που αναστέλλει την εκδίκαση μιας υπόθεσης ωσότου εξεταστούν προγενέστερα συναφή ζητήματα ή ακόμη και ζητήματα που προέκυψαν κατά την προδικασίαγ) «προδικαστική αγωγή» — βλ. προκριματικός.
Dictionary of Greek. 2013.